- λαρωντιδῶν
- λαρωντιδῶν· ἐν τοῖς ἀθροίσμασιν ἔλεγον, ὡς ἐπῳδῶν, Hsch. [full] λᾶς,A = λᾶας, Id.; v. λαστρυγυλίας. [full] λάσα· τράπεζα πληρεστάτη, Id.II [full] Λάσα, = Λάρισα, Id.: Adj. [full] Λασαῖος IG9(2).517.19. [full] λάσαγγες· οἱ περὶ τὰς Λίμνας χλωροὶ βάτραχοι, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.